„σκανδάλη“: θηλυκό σκανδάλη [skanˈðali]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abzug Abzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκανδάλη όπλου σκανδάλη όπλου examples πατώ τη σκανδάλη abdrücken πατώ τη σκανδάλη