πώληση
[ˈpolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mπώλησηπώληση
examples
- πωλήσεις εμπόριο | HandelεμπAbsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πωλήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl δι’ αλληλογραφίαςVersandhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πωλήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl σε μετρητάBarverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples