„προβαίνω“: αμετάβατο ρήμα προβαίνω [proˈveno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schreiten schreiten προβαίνω νομικός όρος | Rechtswesenνομ ιατρική | Medizinιατρ προβαίνω νομικός όρος | Rechtswesenνομ ιατρική | Medizinιατρ examples προβαίνω σε διάγνωση ιατρική | Medizinιατρ eine Diagnose stellen προβαίνω σε διάγνωση ιατρική | Medizinιατρ