ποσό
[poˈso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Geld-)Summeθηλυκό | Femininum, weiblich fποσόBetragαρσενικό | Maskulinum, männlich mποσόποσό
examples
- ποσό αποζημίωσηςEntschädigungssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποσό δανεισμούDarlehenssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποσό επικήρυξηςKopfgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples