πορεία
[poˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Marschαρσενικό | Maskulinum, männlich mπορεία περπάτημαπορεία περπάτημα
- Wegαρσενικό | Maskulinum, männlich mπορεία δρόμος, κατεύθυνσηπορεία δρόμος, κατεύθυνση
- Verlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mπορεία εξέλιξηπορεία εξέλιξη
- Kursαρσενικό | Maskulinum, männlich mπορεία ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροππορεία ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ αεροπορία | Luftfahrtαεροπ
examples
- χάνω την πορεία μουvom Kurs abkommen, sich verfliegen
- πορεία διαδήλωσηςDemonstrationszugαρσενικό | Maskulinum, männlich mProtestmarschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πορεία διαφυγήςFluchtwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples