Greek-German translation for "πλούτος"
"πλούτος" German translation
ορυκτός πλούτοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Bodenschätzeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
ορυκτός πλούτοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Thank you for your feedback!