παντελόνι
[pandeˈloni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Hoseθηλυκό | Femininum, weiblich fπαντελόνιπαντελόνι
examples
- παντελόνι γυμναστικήςTurnhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παντελόνι καμπάναSchlaghoseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παντελόνι πυτζάμαςPyjamahoseθηλυκό | Femininum, weiblich f