τζίν
[dzin]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Jeansπληθυντικός | Plural plτζίντζίν
examples
-
- τζιν μπουφάνουδέτερο | Neutrum, sächlich nJeansjackeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τζιν ύφασμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nJeansstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m