„Stretchhose“: Femininum, weiblich StretchhoseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ελαστικό παντελόνι ελαστικό παντελόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Stretchhose Stretchhose