„παγιδεύω“: μεταβατικό ρήμα παγιδεύω [pajiˈðevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in die Falle locken, eine Falle stellen in die Falle locken παγιδεύω παγιδεύω eine Falle stellen (κάποιον jemandem) παγιδεύω στήνω ενέδρα παγιδεύω στήνω ενέδρα