„locken“: transitives Verb lockentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δελεάζω, βάζω σε πειρασμό, παρασύρω δελεάζω, βάζω σε πειρασμό locken locken παρασύρω locken verleiten locken verleiten