πέτρινος
[ˈpetrinos], πέτρινη, πέτρινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πέτρινη πλάκαθηλυκό | Femininum, weiblich fSteinplatteθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- πέτρινο πάτωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nSteinbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mSteinfußbodenαρσενικό | Maskulinum, männlich m.
hide examplesshow examples