„ξηρός“ ξηρός [ksiˈros], ξηρή, ξηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) trocken, trocken, öde, dürr trocken ξηρός κλίμα, μαλλιά, κρασί ξηρός κλίμα, μαλλιά, κρασί trocken, öde ξηρός μονότονος ξηρός μονότονος dürr ξηρός έδαφος ξηρός έδαφος examples ξηρά τροφήθηλυκό | Femininum, weiblich f Trockenfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξηρά τροφήθηλυκό | Femininum, weiblich f