κρυφός
[kriˈfos], κρυφή, κρυφόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κρυφός
- verstohlenκρυφός βλέμμακρυφός βλέμμα
- verstecktκρυφός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υκρυφός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
- κρυφή λειτουργίαθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υversteckte Funktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- κρυφή συνταγήθηλυκό | Femininum, weiblich fGeheimrezeptουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples