versteckt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κρυμμένοςverstecktversteckt
- κρυφόςversteckt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTversteckt Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
examples
- versteckte Funktion Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTκρυφή λειτουργίαFemininum, weiblich | θηλυκό f