κεφαλή
[kjefaˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kopfαρσενικό | Maskulinum, männlich mκεφαλή τεχνική | Technikτεχνκεφαλή τεχνική | Technikτεχν
- Hauptουδέτερο | Neutrum, sächlich nκεφαλή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκεφαλή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Leiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκεφαλή αρχηγόςκεφαλή αρχηγός