καρδιακός
[karðiaˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, καρδιακή, καρδιακόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- καρδιακή ανακοπήθηλυκό | Femininum, weiblich fHerzstillstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- καρδιακή ανεπάρκειαθηλυκό | Femininum, weiblich fHerzinsuffizienzθηλυκό | Femininum, weiblich fHerzschwächeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- καρδιακή δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fHerztätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples
καρδιακός
[karðiaˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)