προσβολή
[prozvoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσβολή επίθεσηπροσβολή επίθεση
- Beleidigungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσβολή υβριστικός λόγοςπροσβολή υβριστικός λόγος
- Anfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσβολή ιατρική | Medizinιατρ βλάβη οργάνουπροσβολή ιατρική | Medizinιατρ βλάβη οργάνου
- anfechtenπροσβολή νομικός όρος | Rechtswesenνομ διαθήκηπροσβολή νομικός όρος | Rechtswesenνομ διαθήκη
examples
- καρδιακή προσβολήHerzanfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- προσβολή υπαλλήλουBeamtenbeleidigungθηλυκό | Femininum, weiblich f