κέικ
[ˈkjeik]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich mκέικκέικ
examples
- κέικ με ραβέντιRhabarberkuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κέικ με σοκολάταSchokoladenkuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κέικ με σπόρους παπαρούναςMohnkuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples