„γκλασάρισμα“: ουδέτερο γκλασάρισμα [glaˈsarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tortenguss examples γκλασάρισμα κέικ Tortengussαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκλασάρισμα κέικ