κάθισμα
[ˈkaθizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stuhlαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάθισμα καρέκλακάθισμα καρέκλα
- Sitz(platz)αρσενικό | Maskulinum, männlich mκάθισμα στο θέατρο, στον κινηματογράφοκάθισμα στο θέατρο, στον κινηματογράφο
examples
- κάθισμα τουαλέταςToilettensitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κάθισμα τουαλέτας οικείο | umgangssprachlichοικKlobrilleθηλυκό | Femininum, weiblich f