„Babywippe“: Femininum, weiblich BabywippeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κουνιστό κάθισμα μωρού κουνιστό κάθισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μωρού Babywippe Babywippe