„Schleudersitz“: Maskulinum, männlich SchleudersitzMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκτινασσόμενο κάθισμα εκτινασσόμενο κάθισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schleudersitz Schleudersitz