ευρύτερος
[eˈvriteros], ευρύτερη, ευρύτεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ευρύτερος οικογενειακός κύκλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGroßfamilieθηλυκό | Femininum, weiblich f