επικάλυψη
[epiˈkalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beschichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπικάλυψηεπικάλυψη
examples
- επικάλυψη γλώσσαςZungenbelagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επικάλυψη με σκυρόδεμαBetonierungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επικάλυψη με φύλλο χρυσούBlattvergoldungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples