„Käseglocke“: Femininum, weiblich KäseglockeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικάλυψη τυριού επικάλυψηFemininum, weiblich | θηλυκό f τυριού Käseglocke Käseglocke