εξαφάνιση
[eksaˈfanisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verschwindenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξαφάνισηεξαφάνιση
- Vernichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξαφάνιση αφανισμόςAusrottungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξαφάνιση αφανισμόςεξαφάνιση αφανισμός
- Beseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξαφάνιση ίχνηεξαφάνιση ίχνη