„απειλούμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα απειλούμαι [apiˈlume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vom Aussterben bedroht sein examples απειλούμαι με εξαφάνιση vom Aussterben bedroht sein απειλούμαι με εξαφάνιση