εισιτήριο
[isiˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fahrkarteθηλυκό | Femininum, weiblich fεισιτήριο τρένου, λεωφορείουεισιτήριο τρένου, λεωφορείου
- Flugticketουδέτερο | Neutrum, sächlich nεισιτήριο αεροπλάνουεισιτήριο αεροπλάνου
- Eintrittskarteθηλυκό | Femininum, weiblich fεισιτήριο για είσοδοεισιτήριο για είσοδο
examples
-
- εισιτήριο μετ’ επιστροφήςRückfahrkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εισιτήριο έκθεσηςMesseausweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples