„Wochenkarte“: Femininum, weiblich WochenkarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εβδομαδιαίο εισιτήριο εβδομαδιαίο εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wochenkarte Wochenkarte