„Monatskarte“: Femininum, weiblich MonatskarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μηνιαίο εισιτήριο μηνιαίο εισιτήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Monatskarte Monatskarte