διδακτορικός
[ðiðaktoriˈkos], διδακτορική, διδακτορικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- διδακτορικές εξετάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplDoktorprüfungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διδακτορικός τίτλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mDoktortitelαρσενικό | Maskulinum, männlich m