„Doktorprüfung“: Femininum, weiblich DoktorprüfungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διδακτορικές εξετάσεις διδακτορικές εξετάσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Doktorprüfung Doktorprüfung