γεροντικός
[jerondiˈkos], γεροντική, γεροντικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
-
- γεροντική ηλικίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGreisenalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- γεροντική ξεροκεφαλιάθηλυκό | Femininum, weiblich fAltersstarrsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples