μαρασμός
[marazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαρασμόςμαρασμός
examples
- μαρασμός δέντρουBaumsterbenουδέτερο | Neutrum, sächlich n