βιολογικός
[violojiˈkos], βιολογική, βιολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- biologisch, Bio-βιολογικόςβιολογικός
examples
- βιολογικά απορρίμματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBioabfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mβιολογικά απορρίμματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- βιολογικά λαχανικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplBiogemüseουδέτερο | Neutrum, sächlich nβιολογικά λαχανικάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- βιολογικά όπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplbiologische Waffenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplβιολογικά όπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl
- hide examplesshow examples