ασφαλιστικός
[asfalistiˈkos], ασφαλιστική, ασφαλιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ασφαλιστική βαλβίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fSicherheitsventilουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ασφαλιστική εταιρείαθηλυκό | Femininum, weiblich fVersicherungsgesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ασφαλιστική κάλυψηθηλυκό | Femininum, weiblich fVersicherungsschutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples