κάλυψη
[ˈkalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Deckungθηλυκό | Femininum, weiblich fκάλυψη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκάλυψη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples