ασθενής
[asθeˈnis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ασθενής, ασθενέςOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
ασθενής
[asθeˈnis]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Patientαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fασθενήςKranke(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fασθενήςασθενής