αποκτώ
[apokˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erwerbenαποκτώ αγοράζωαποκτώ αγοράζω
- erwerbenαποκτώ περιουσία, γνώσειςαποκτώ περιουσία, γνώσεις
- αποκτώ πετυχαίνω
- bekommenαποκτώ παιδίαποκτώ παιδί
- gewinnenαποκτώ φίλουςαποκτώ φίλους
- annehmenαποκτώ συνήθεια, κακούς τρόπους, μορφήαποκτώ συνήθεια, κακούς τρόπους, μορφή
examples
- αποκτώ σε δημοπρασία