αναγκαίος
[anaŋˈgjeos], αναγκαία, αναγκαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- αναγκαία πρόσληψηθηλυκό | Femininum, weiblich f βιταμινώνVitaminbedarfαρσενικό | Maskulinum, männlich m