Greek-German translation for "ακατέργαστος"

"ακατέργαστος" German translation

ακατέργαστος
[akaˈterɣastos], ακατέργαστη, ακατέργαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • roh, unbearbeitet
    ακατέργαστος υλικό
    ακατέργαστος υλικό
  • ungeschliffen
    ακατέργαστος χαρακτήρας
    ακατέργαστος χαρακτήρας
examples
  • ακατέργαστο διαμάντιουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    Rohdiamantαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακατέργαστο διαμάντιουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • ακατέργαστο κομμάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνική | Technikτεχν
    Rohlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ακατέργαστο κομμάτιουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνική | Technikτεχν
  • ακατέργαστο μετάξιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    Rohseideθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ακατέργαστο μετάξιουδέτερο | Neutrum, sächlich n
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: