έναρξη
[ˈenarksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beginnαρσενικό | Maskulinum, männlich mέναρξη αρχήέναρξη αρχή
- Eröffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fέναρξη καταστήματοςέναρξη καταστήματος
examples
- εκτελώ έναρξη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- έναρξη γυρισμάτωνDrehbeginnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έναρξη διακοπώνFerienbeginnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples