σφυρίζω
[sfiˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
σφυρίζω
[sfiˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verpfeifen (σε bei)σφυρίζω φανερώνωσφυρίζω φανερώνω
- auspfeifenσφυρίζω αποδοκιμάζωσφυρίζω αποδοκιμάζω
- zischenσφυρίζω κατάρα, βρισιάσφυρίζω κατάρα, βρισιά