έγκλημα
[ˈeŋglima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbrechenουδέτερο | Neutrum, sächlich nέγκλημαέγκλημα
examples
- έγκλημα βίαςGewaltverbrechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- έγκλημα κατά του περιβάλλοντοςUmweltsündeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έγκλημα πολέμουKriegsverbrechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n