„Umweltsünde“: Femininum, weiblich UmweltsündeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έγκλημα κατά του περιβάλλοντος έγκλημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n κατά του περιβάλλοντος Umweltsünde Umweltsünde