„Sexualverbrechen“: Neutrum, sächlich SexualverbrechenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σεξουαλικό έγκλημα σεξουαλικό έγκλημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sexualverbrechen Sexualverbrechen