άνοδος
[ˈanoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ansteigenουδέτερο | Neutrum, sächlich nάνοδοςAnstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mάνοδοςάνοδος
- Aufstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mάνοδος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφάνοδος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Erhöhungθηλυκό | Femininum, weiblich fάνοδος των τιμώνάνοδος των τιμών
- Anodeθηλυκό | Femininum, weiblich fάνοδος ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτράνοδος ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
examples
- άνοδος στην εξουσίαMachtergreifungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άνοδος στο θρόνοThronbesteigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άνοδος τιμών μετοχώνKursanstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples