„Thronbesteigung“: Femininum, weiblich ThronbesteigungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άνοδος στο θρόνο άνοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f στο θρόνο Thronbesteigung Thronbesteigung