άμεσος
[ˈamesos], άμεση, άμεσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unmittelbar, direktάμεσοςάμεσος
- akutάμεσος κίνδυνοςάμεσος κίνδυνος
Thank you for your feedback!